- ἐπιπτύξας
- ἐπιπτύξᾱς , ἐπιπτύσσωfold upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπτύσσω — ἐπιπτύσσω (Α) [πτύσσω] 1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.) 2. κάνω πτυχές, σούρες 3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek